προέδρας

προέδρας
προέδρᾱς , προέδρα
front seat
fem acc pl
προέδρᾱς , προέδρα
front seat
fem gen sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • προέδρα — ἡ, Α 1. η πρώτη έδρα, το πρώτο κάθισμα στο θέατρο («ἐκ προέδρας μετὰ τῶν ἀδελφῶν... συνεθεάσατο», Δίων Κάσσ.) 2. είδος προθαλάμου 3. τα πρωτεία. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἕδρα «οίκημα, κάθισμα, θέση, εξουσία»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”